συνεκτείνομαι

συνεκτείνομαι
σύν-ἐκτείνω
stretch out
aor subj mid 1st sg (epic)
σύν-ἐκτείνω
stretch out
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκτείνω — Α [ἐκτείνω] 1. ρίχνω κάτι καταγής δίπλα σε κάτι άλλο («συνεξέτεινεν αὐτῷ [ενν. τῷ Ἄρει] τὴν Ἀφροδίτην», Ηράκλειτ.) 2. εκτείνω κάτι παράλληλα προς κάτι άλλο 3. μέσ. συνεκτείνομαι εκτείνομαι παράλληλα προς κάτι, είμαι ίσος με κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”